- κυστεοσκόπηση
- [-ις (-εως)] η мед. цистоскопия
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
κυστεοσκόπηση — Μέθοδος εξέτασης με τη βοήθεια ενδοσκοπίου που επιτρέπει τη διερεύνηση του εσωτερικού της ουροδόχου κύστης, δηλαδή την εξέταση των τοιχωμάτων της, της διαμόρφωσής της, των ενδεχόμενων αλλοιώσεων και παραμορφώσεών της, που μπορεί να οφείλονται σε… … Dictionary of Greek
κυστεοσκοπία — ή κυστεοσκόπηση, η ιατρ. εξέταση τής ουροδόχου κύστεως με κυστεοσκόπιο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cystoscopie < cyst(o) (βλ. κυστε[ο] ) + scopie < σκοπία < σκοπος < σκοποῦμαι «εξετάζω»] … Dictionary of Greek
κυστεοσκοπικός — ή, ό ιατρ. σχετικός με την κυστεοσκόπηση. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. cystoscopique < γαλλ. cystoscopie «κυστεοσκοπία»] … Dictionary of Greek
χρωμοκυστεοσκοπία — η, Ν ιατρ. κυστεοσκοπικός έλεγχος τής νεφρικής λειτουργίας ύστερα από ένεση χρωστικής, που αποβάλλεται από τους νεφρούς. [ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ., πρβλ. γαλλ. chromocystoscopie (< χρώμα + κυστεοσκοπία* / κυστεοσκόπηση)] … Dictionary of Greek